Sunday, November 13, 2011

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ

Κάθε πόλη διαθέτει (;) τους δικούς της δημόσιους υπαίθριους χώρους, των οποίων οι ιδιότητες ως κοινωνικοί πυκνωτές και ως ένα μόνιμο σκηνικό, πάνω στο οποίο διαδραματίζεται η ίδια η ιστορία της πόλης και των ανθρώπων που τη βιώνουν είναι λίγο-πολύ γνωστές. Αυτό που αναδύεται ωστόσο ως εικόνα και χρήση των δημόσιων υπαίθριων χώρων τον τελευταίο καιρό, είναι μια νέα ιδιάζουσα λειτουργία τους, η οποία προκύπτει τόσο εξ’ αιτίας των οικονομοκοινωνικών εξελίξεων στην Ελλάδα (και όχι μόνο) αλλά και του ελλιπούς ή λανθασμένου σχεδιασμού των ελληνικών πόλεων.
Κάθε πόλη θα πρέπει να παρουσιάζει μια ιδανική κλιμάκωση του αστικού ιστού της σε σχέση με το δίπολο δημόσιος – ιδιωτικός χώρος. Έτσι, μετά τον αμιγώς ιδιωτικό υπαίθριο (και μη) χώρο (π.χ. μια αυλή) υπάρχει ο κοινόχρηστος χώρος (ιδιωτικός μεν αλλά με περισσότερους του ενός συνδικαιούχους) και τελικά ο δημόσιος χώρος (π.χ. πλατεία, πάρκο, πεζοδρόμιο κ.ά.). Τα όρια μεταξύ των τριών αυτών εννοιών είναι πλέον αρκετά ρευστά και βρίσκονται υπό διαρκή αναζήτηση, διαπραγμάτευση και κατανόηση τα τελευταία χρόνια, τόσο διά μέσου πλειάδας επιστημονικών συνεδρίων όσο και μέσα από την ίδια την καθημερινότητα.
Η κλιμάκωση αυτή δείχνει να σταθεροποιείται σε κοινωνίες που έχουν βρει τις δικές τους ισορροπίες Αντίθετα, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες (στην Ευρώπη και ευρύτερα), η ρευστοποίηση των ορίων αυτών και η αναζήτηση νέων δείχνει να συμπίπτει με ευρύτερες κοινωνικές ανακατατάξεις και διεκδικήσεις. Άλλοτε δημόσιοι χώροι καταπατούνται, άλλοτε υπολειτουργούν ή καθίστανται απαγορευτικοί (λόγω εγκληματικότητας ή έλλειψης συντήρησης) και άλλοτε μετατρέπονται διά την επιβολής βίας και της εκδίωξης κοινωνικών συγκεντρώσεων σε «ιδιωτικούς. Οι ενδιάμεσοι κοινόχρηστοι χώροι έχουν καταπατηθεί, αχρηστευτεί, τσιμεντοποιηθεί και πρωτίστως δαιμονοποιηθεί μέσω φοροεισπρακτικών μηχανισμών και έλλειψης μιας πιο ελεύθερης και δημιουργικής ματιάς (που οι αρχιτέκτονες μπορούν να προσφέρουν). Τέλος, οι ιδιωτικοί χώροι έχουν συρρικνωθεί και οι χρήστες τους έχουν λάβει αμυντική και καχύποπτη στάση καιπάλι εξ’αιτίας των εξελίξεων.
Έτσι, παράλληλα με τις κοινωνικές αναταραχές και διεκδικήσεις, μια νέα διαβάθμιση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου βρίσκεται υπό αναδιαμόρφωση. Η σχέση αυτή είναι συνεχής και αμφίδρομη και έχει να κάνει με την ατομική και συλλογική έκφραση, αλλά και με τη διαπίστωση ότι πραγματικός πολιτισμός είναι να σέβεσαι τον δημόσιο χώρο περισσότερο ίσως και από τον προσωπικό σου – εγωιστικό χώρο. Η αρχιτεκτονική είναι από τα ελάχιστα εκείνα λειτουργήματα που ισορροπούν μεταξύ επιστήμης και τέχνης, οράματος και πραγματικότητας, αισθητικής και πρακτικότητας, πολιτικής και δημιουργίας και επομένως μπορούν να καθορίσουν τις νέες αυτές ισορροπίες. Αρκεί να την αφήσουν σε αυτούς που πραγματικά μπορούν να την ασκήσουν. Στους αρχιτέκτονες.

Wednesday, March 23, 2011

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ 11Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

«Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, η ποιότητα των κτιρίων, η αρμονική ενσωμάτωσή τους στο περιβάλλον τους, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων και της δημόσιας και ιδιωτικής κληρονομιάς αποτελούν ζήτημα δημοσίου συμφέροντος».
Έκθεση 27 της δημοσιευμένης οριζόντιας Οδηγίας της Ε.Ε. για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (2005/36/EC).

Το 11ο πανελλήνιο συνέδριο αρχιτεκτόνων, το οποίο διοργάνωσε ο ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ στο Ζάππειο Μέγαρο πέρασε πια στην ιστορία, χωρίς ωστόσο ακόμα να γνωρίζω τα συμπεράσματά του, πόσο μάλλον τις επιπτώσεις που θα ακολουθήσουν। Με αρκετά νωπές τις μνήμες από τα τεκταινόμενα στο συνέδριο, θα ήθελα να μεταφέρω τις εντυπώσεις μου, ελπίζοντας ότι δεν θα επηρεαστούν ακριβώς από την «θερμή» ακόμα ανάμνησή τους.
Ύστερα από δώδεκα χρόνια απραξίας και αναμονής, ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι είχε συσσωρευθεί αρκετή ενέργεια, η οποία έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρει ένα διέξοδο εκτόνωσης και προβολής. Η ανάγκη αυτή ενδυναμώθηκε χάρη στα αλλεπάλληλα χτυπήματα εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας κάτω από τη ζώνη των αρχιτεκτόνων, με τα οποία χάνονται και τα τελευταία από τα εναπομείναντα δικαιώματά τους και ταυτόχρονα χάνεται και κάθε ελπίδα για βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Και πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί άραγε, όταν με νόμο του 1930 και με τις ευλογίες του κράτους, που ανέκαθεν στήριζε και υποκινούσε την υπερεκμετάλλευση της οικοδομής για λόγους στήριξης της εθνικής οικονομίας, μπορεί να αρχιτεκτονεί ο οποιοσδήποτε (μηχανικός και μη) εκτός από τον καθ’ ύλην αρμόδιο; Όταν το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, παρά την ανοιχτή πρόσβαση στη σπουδή του και την έλλειψη γεωγραφικών περιορισμών στην άσκησή του, κρίνεται ως «κλειστό» και του καταργώνται οι ούτως ή άλλως χαμηλές κατώτατες αμοιβές, μειώνοντας την ποιότητα, διατηρώντας όμως τη διά βίου ποινική ευθύνη; Όταν επιτρέπει σε πολιτικούς μηχανικούς, τοπογράφους κ.ά. να εκπονούν μελέτες αναπλάσεων των δημόσιων χώρων των πόλεών μας χωρίς καν το έχουν διδαχθεί; Όταν για κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό κτίριο, ο τελικός λόγος για τη μορφή και τη λειτουργία του μετατίθεται από τον αρχιτέκτονα στον μηχανολόγο μέσω του υπερφίαλου ενεργειακού πιστοποιητικού; Όταν αφαιρείται το δικαίωμα και η εν πράξει συμβολή των αρχιτεκτόνων από όλα τα μεγάλα δημόσια έργα; Όταν το κύριο τουριστικό μας προϊόν, το περιβάλλον μας, χτίζεται με τσιμέντο μέσα από πρωτοφανείς παρεκκλίσεις (πολεοδομικές, πολιτικές και ηθικές); Όταν η γη και το πράσινο των πόλεων μας πωλούνται χωρίς έλεγχο και παραδίνονται σε άγνωστους «σωτήρες» συναδέλφους από το εξωτερικό (αγνοώντας επιδεικτικά τους ικανότατους εγχώριους συναδέλφους); Ή τέλος, όταν τα κονδύλια για τη δημόσια ανώτερη και ανώτατη παιδεία αντί να αυξάνονται, μειώνονται στο μηδέν;
Η συμμετοχή ήταν αρκετά μεγάλη, όχι όμως όση αντιστοιχεί στα προβλήματα του κλάδου, στα οποία, θα πρέπει να προστεθεί και το τεράστιο ποσοστό ανεργίας, το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται σε κανένα επίσημο ποσοστό, λόγω της φύσης του ελεύθερου επαγγέλματος. Η παρουσία αρκετών φοιτητών (αν και περιορισμένη από τα περιφερειακά πανεπιστήμια) ήταν ελπιδοφόρα. Δεν θα αναφερθώ σε μικρά οργανωτικά λάθη και παραλείψεις, γιατί αυτά πάντα θα προκύπτουν, ειδικά σε τόσο μεγάλα συνέδρια. Αντίθετα, θα ήθελα να σχολιάσω ορισμένα σημεία:
Πρώτον, το γεγονός της σχεδόν αφελούς παρουσίας των πολιτικών εκπροσώπων, οι οποίοι προσήλθαν ως ευρισκόμενοι σε οποιοδήποτε άλλο αντίστοιχο κοινωνικό γεγονός και παρέμειναν απελπιστικά μακριά από την ουσία των προβλημάτων μας. Ακόμα και όσοι από αυτούς διατηρούν κατά παρέκκλιση τον τίτλο του «αρχιτέκτονα». Η υποκρισία τους ήταν αναμενόμενη. Μόνο ο Πρόεδρος του ΤΕΕ υποσχέθηκε «αρχιτεκτονική μόνο από αρχιτέκτονες», αλλά με τρόπο τόσο άμεσο, που με προβλημάτισε για την αυθεντικότητα των προθέσεων.
Δεύτερον, η διάθεση των αρχιτεκτόνων να αναλάβουν δράση για την επανάκτηση του συνόλου των δικαιωμάτων τους, τόσο μέσω της ενημέρωσης και της άσκησης πιέσεων προς το εσωτερικό, όσο κυρίως μέσω των κατοχυρωμένων, ξεκάθαρων και ισχυρών διατυπώσεων θέσεων περί της αρχιτεκτονικής ως εθνικό κοινωνικό αγαθό και ως λειτούργημα, από το σύνολο των διεθνών οργανισμών και δικαστηρίων. Ταυτόχρονα, η θέληση για άνοιγμα προς την κοινωνία με στόχο την κατανόηση ότι η έλλειψη αρχιτεκτονικής οπτικής και παιδείας συνεπάγεται αρκετά ευρύτερες επιπτώσεις στο περιβάλλον που ζούμε και στο κοινωνικό σύνολο.
Τρίτον, η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος από τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά. Προφανώς, τα προβλήματα των 18.000 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν ενδιαφέρουν το ευρύτερο κοινό. Προφανώς δεν ενδιαφέρει κανέναν το αν έχει πράσινο στις πόλεις του, αν οι δρόμοι και τα κτίρια που καθημερινά συναντάει τον πνίγουν στο τσιμέντο, αν στην επαρχία στην οποία ταξιδεύει όλο και λιγότερο τα δέντρα αντικαθίστανται από αντιαισθητικούς όγκους, αν οι χώροι που εργάζεται τον εμπνέουν και αν τα κτίρια στα οποία ζει, κοιμάται, τρώει, ερωτεύεται και μεγαλώνει τα παιδιά του είναι αισθητικά, λειτουργικά και ψυχολογικά άρτια.

Tuesday, January 18, 2011

Απο-δόμηση στις περιοχές Natura

Χάρτης του Νομού Μαγνησίας με τις περιοχές Natura (βορειοανατολικό Πήλιο, Αλόννησος, λοιπά νησιά Σποράδων, νότια Σκόπελος, Κάρλα, Κουρί, Σούρπη, Κουκουναριές).
Τη προηγούμενη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011, κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, «Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις», προκειμένου ακολούθως να συζητηθεί στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου και κατόπιν στην Ολομέλεια. Βασική διάταξη του νομοσχεδίου αναφέρει ότι σε περιοχές που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο Νatura, η αρτιότητα των εκτός σχεδίου οικοπέδων, καθορίζεται σε 10 στρέµµατα. Με άλλα λόγια και χωρίς παρεκκλίσεις, για να μπορεί κανείς να χτίσει το οποιοδήποτε κτίριο σε εκτός σχεδίου αλλά εντός περιοχής Natura οικόπεδο, θα πρέπει το οικόπεδο να έχει εμβαδόν τουλάχιστον 10 στρεμμάτων.
Με μετριασμένη εν τέλει αίσθηση της έκπληξης υπήρξα αναγνώστης της πρόθεσης μεγάλου αριθμού βουλευτών και τοπικών αρχόντων να εναντιωθούν στη δεδομένη διάταξη, με γνώμονα τον σημαντικό αριθμό ιδιοκτησιών που θίγονται και με επιχείρημα την περαιτέρω μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Ο εκβιασμός τους για καταψήφιση του νομοσχεδίου είναι τόσο απροκάλυπτος, που σχεδόν φανερώνει τις πιέσεις που κρύβονται για ανεξέλεγκτη οικοδόμηση. Στη διαμαρτυρία αυτή πρωτοστατούν εκπρόσωποι περιοχών με φαινομενικά μεγάλη κάλυψη από περιοχές Natura. Ενδεικτικά αναφέρονται ότι ολόκληρα νησιά και βουνά εντάσσονται πολλές φορές στις περιοχές αυτές. Ορισμένα παραδείγματα είναι: το Πήλιο, ο Όλυμπος, μεγάλο μέρος της Πίνδου (60% περίπου του νομού Τρικάλων και αλλού), η Σιθωνία και μεγάλα μέρη νησιών όπως η Αλόννησος, η Μήλος, η Αστυπάλαια, η Χίος, η Μυτιλήνη και πολλά άλλα. Πρόκειται δηλαδή για περιοχές με έντονο τουριστικό και οικοδομικό ενδιαφέρον, αλλά και με μοναδικά χαρακτηριστικά φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία εν τέλει είναι αυτά που προκαλούν το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό.
Η εξέλιξη του στοιχείου της αρτιότητας για τα εκτός σχεδίου οικόπεδα τα τελευταία χρόνια έχει αποτελέσει πεδίο αντιπαραθέσεων και πιέσεων. Είναι προφανές ότι η σημερινή χαμηλή αρτιότητα των 4 στρεμμάτων (η οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί να κατέβει ακόμα και στα 750 τ.μ.), συνεπάγεται την παροχή δικαιώματος για οικοδόμηση σε πολύ μεγάλο αριθμό ιδιοκτητών οικοπέδων εκτός σχεδίου. Πριν τρία χρόνια, με το Ειδικό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τον Τουρισμό (Φ.Ε.Κ. 1138Β’/11-6-2009), υπήρξε προσπάθεια να παρθούν αποφάσεις, οι οποίες θα ενδυνάμωναν την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Τελικά, η φημολογούμενη γενική αύξηση της αρτιότητας των εκτός σχεδίου οικοπέδων από τα 4 στα 8 στρέμματα δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, αυξήθηκε από 4 σε 8 και 10 στρέμματα μόνο για ξενοδοχειακά συγκροτήματα και μόνο για ορισμένες κατηγορίες περιοχών της Ελλάδας. Σε εθνικό επίπεδο, οι περιοχές που εντάσσονται στο δίκτυο Natura για αναγνωρισμένες περιοχές ειδικού κάλλους και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, ανέρχονται στο 21% περίπου της επικράτειας (δεν περιλαμβάνονται προφανώς οι περιοχές Natura που καταλαμβάνουν και θαλάσσιες εκτάσεις, όπως για παράδειγμα το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Βορείων Σποράδων και η παράκτια θαλάσσια έκταση στο βορειοανατολικό Πήλιο).
Η εκτός σχεδίου δόμηση δεν είναι παράνομη. Θα πρέπει ωστόσο να πληροί ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις (π.χ. αρτιότητα, ύπαρξη δάσους, απόσταση από τον αιγιαλό, ειδικά μορφολογικά χαρακτηριστικά κ.ά.). Η οικοδόμηση των εκτός σχεδίου περιοχών – έστω και νόμιμα – όταν γίνεται μαζικά και ανεξέλεγκτα, καταργεί τα σαφή όρια μεταξύ αστικής περιοχής και υπαίθρου, δημιουργώντας ένα συνεχές αστικό ή περιαστικό τοπίο σε αντικατάσταση του προγενέστερου φυσικού με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πόσο μάλλον όταν μιλάει κανείς για αυθαίρετη εκτός σχεδίου δόμηση. Μερικές από τις αρνητικές επιπτώσεις είναι η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος (χλωρίδα και πανίδα), το μπάζωμα των ρεμάτων για δημιουργία οικοπέδων και δρόμων, η κοπή δασών, η υποβάθμιση του υπερεκμεταλλευόμενου υδροφόρου ορίζοντα, η αισθητική υποβάθμιση και πολλές άλλες.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι κατ’ επέκταση η συνεχής εξάπλωση του αστικού τοπίου και του χτισμένου περιβάλλοντος έναντι του φυσικού, διακόπτοντας την εικόνα και λειτουργία της υπαίθρου. Η ουσιαστική αδυναμία των μελετητών και της κεντρικής εξουσίας να ελέγξουν την εκτός σχεδίου δόμηση μέσα από τα Ρυθμιστικά και τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια συνδυάστηκε με την εξ’ ίσου αυθαίρετη αέναη ένταξη στο σχέδιο πόλης των εκτός σχεδίου κτιρίων για μικροκομματικά οφέλη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση του νομοσχεδίου του ΥΠΕΚΑ, η αύξηση της αρτιότητας προτείνεται στις περιοχές, όπου θεωρητικά υπάρχουν οι πιο αξιοσημείωτοι θύλακες φυσικού περιβάλλοντος στον Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για τις περιοχές εκείνες, που ουσιαστικά διαφημίζουν την Ελλάδα στο εξωτερικό και που αποτελούν κυρίαρχο πόλο έλξης για σημαντικό αριθμό τουριστών. Οπότε και δικαιωματικά αξίζουν την επιπλέον προστασία εκ μέρους όλων μας.
Θα πρέπει όλοι μας να πάρουμε μια απόφαση: Μια συνεχής επέκταση των πόλεών μας έναντι του φυσικού περιβάλλοντος μπορεί να διατηρήσει βραχυπρόθεσμα την ίδια οικοδομική δραστηριότητα. Μακρυπρόθεσμα όμως, θα καταστρέψει πρώτα το περιβάλλον και σε δεύτερο βαθμό το εξωγενές ενδιαφέρον για αυτό. Ενδεικτικά είναι τα αποτυχημένα μοντέλα όπως η Μύκονος, η Πάρος και άλλα νησιά, η δυτική Χαλκιδική και προαστιακές περιοχές στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την παραλία Κατερίνης και αλλού, όπου η ύπαιθρος έχει χαθεί και το τσιμέντο απλώνεται μέχρι τον ορίζοντα.
Αντίθετα, η προστασία της υπαίθρου θα προσδώσει καλύτερη ποιότητα ζωής τόσο για τα αστικά κέντρα που έρχονται σε επαφή με αυτή, όσο και για τους κατοίκους της και μόνο κέρδη θα έχει μακροπρόθεσμα, μέσω της διατήρησης περιοχών με μοναδικά φυσικά στοιχεία σε συνεργασία με τον ανθρώπινο παράγοντα. Περιοχές όπως το Πήλιο και οι Σποράδες (όσον αφορά στο νομό Μαγνησίας) αποτελούν μια εύθραυστη ισορροπία φύσης και ανθρώπων, την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε προστατεύοντάς την από την υπερεκμετάλλευση. Η Αλόννησος έγινε ο παράδεισος που όλοι γνωρίζουμε ακριβώς λόγω της ήπιας αυτής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και με τους οικισμούς του Πηλίου. Άλλωστε, τι «πουλάει» η Ελλάδα; Τα μοναδικά της τοπία οφείλουν να προστατευτούν για να παραμείνουν ποιοτικά, αποδοτικά και βιώσιμα.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε όλα τα επίπεδα, μόνο κέρδη μπορεί να έχουμε σαν κοινωνία και σαν αναπόσπαστο μέρος του περιβάλλοντος από τον περιορισμό της δόμησης σε εξωαστικές περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ελπίζω η προσπάθεια αυτή να συνεχιστεί θετικά και μάλιστα να επεκταθεί υπό προϋποθέσεις και σε περισσότερες εκτός σχεδίου περιοχές.